Το πρώτο καρναβάλι
Όλα ξεκίνησαν το 1490, όταν πρεβεδούρος, δηλαδή βενετός διοικητής του νησιού, ήταν ο Πέτρος Φώσκολος, που είχε νοσταλγήσει τα έθιμα της πατρίδας του. Έτσι, αποφάσισε να γιορτάσει το καρναβάλι στο παλάτι του. Το παλάτι του βρισκόταν στο Κάστρο και τα πρώτα σπίτια της πόλης απλώνονταν ακριβώς κάτω από αυτό. Εκείνη τη βραδιά, μαζεύτηκαν στο παλάτι οι ευγενείς καλεσμένοι του, αλλά και ιερείς (καθολικοί και ορθόδοξοι) και γιόρτασαν όλοι μαζί… με τη μορέτα (προσωπίδα, μάσκα) να κάνει την εμφάνισή της στη Ζάκυνθο.
Η στολή και η μάσκα
Τον 17οαι που το καρναβάλι διαρκεί από του Αϊ Γιαννιού (7/1) μέχρι και την τελευταία Κυριακή της τυρινής (πριν την Κ. Δευτέρα) καθιερώνεται και η στολή, η μπαούτα. Ένας μαύρος μανδύας, μακρύς και μεταξωτός με μπέρτα και κουκούλα σκεπάζει το κεφάλι και σταθεροποιεί τη μάσκα, που είναι μισή και έχει μαύρο χρώμα για τις γυναίκες και άσπρο για τους άνδρες.
‘Εσπαγαν οι κοινωνικές ανισότητες και ποπολάροι ερωτεύονταν ακόμα και αρχοντοπούλες.
Άρχοντες και ποπολάροι
Οι γυναίκες του νησιού τότε κατασκευάζουν με ό,τι βρουν εντυπωσιακές στολές και μάσκες, μιας και στην καβαρκίνα (ευρύχωρη αίθουσα όπου γίνονται χοροί) δεν «φορεί ό,τι να ‘ναι, θέλει να κάμει τη φιγούρα τση στο καρναβάλι». Δουλεύουν μέρα-νύχτα και φτιάχνουν το μαύρο, μεταξωτό ντόμινο και τη βελούδινη μορέτα (μάσκα). Όπως αναφέρει ο Ντίνος Κονόμος, στο βιβλίο του «Τση Ζάκυθος», ο Ζακυνθινός «όταν γλεντάει είναι αληθινός ιππότης».
ΣΗΜΕΡΑ
Όλα ξεκινούσαν την Τσικνοπέμπτη, που σε ολόκληρη τη Ζάκυνθο από το πρωί ψήνουν κρέας, ακόμα και στους δρόμους της πόλης και τελειώνουν την Κ. Δευτέρα. Το ψήσιμο ακόμα και μέσα στην πόλη διατηρείται μέχρι και σήμερα, με την πόλη να τσικνίζει από νωρίς το πρωί! Συνηθισμένο γεγονός ήταν η «εισβολή» μασκαράδων σε διάφορα σπίτια. Χτυπούσαν τις πόρτες γνωστών και αγνώστων και χωρίς να αποκαλύπτουν ποτέ την ταυτότητά τους, πείραζαν τους ανθρώπους του σπιτιού και χόρευαν μαζί τους.
Το πόβερο με το θρήνο και την κηδεία της μάσκας, πένθιμους ήχους της Φιλαρμονικής, με εξαπτέρυγες μάσκες .Ενώ ταυτόχρονα το μήνυμα της Σαρακοστής έρχεται με το κρέμασμα των "Μαρουλοκρέμμυδων" στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.Την επόμενη πηγαίναμε στα ορεινά ή στο Βασιλικό για να κάνουμε Κούλουμα και να πετάξουμε χαρταετό».
Ομιλίες
Τις ομιλίες θα μπορούσε κάποιος να τις περιγράψει αναφέροντας απλώς τον όρο θέατρο του δρόμου. Πρόκειται για μικρά, θεατρικά έργα, γραμμένα κάθε χρόνο και ερμηνευμένα από ανθρώπους του κάθε χωριού που αναλαμβάνει να ανεβάσει μία ομιλία. Οι ηθοποιοί ήταν και είναι ακόμα στην πλειοψηφία τους ερασιτέχνες, (παλιότερα μόνο άντρες), ενώ τα θέματα είναι παρμένα από την καθημερινή ζωή, εμπλέκοντας τον έρωτα και την κοινωνία, χωρίς ποτέ να λείπει η σάτιρα για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ενώ ταυτόχρονα το μήνυμα της Σαρακοστής έρχεται με το κρέμασμα των "Μαρουλοκρέμμυδων" στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.
Όλα ξεκίνησαν το 1490, όταν πρεβεδούρος, δηλαδή βενετός διοικητής του νησιού, ήταν ο Πέτρος Φώσκολος, που είχε νοσταλγήσει τα έθιμα της πατρίδας του. Έτσι, αποφάσισε να γιορτάσει το καρναβάλι στο παλάτι του. Το παλάτι του βρισκόταν στο Κάστρο και τα πρώτα σπίτια της πόλης απλώνονταν ακριβώς κάτω από αυτό. Εκείνη τη βραδιά, μαζεύτηκαν στο παλάτι οι ευγενείς καλεσμένοι του, αλλά και ιερείς (καθολικοί και ορθόδοξοι) και γιόρτασαν όλοι μαζί… με τη μορέτα (προσωπίδα, μάσκα) να κάνει την εμφάνισή της στη Ζάκυνθο.
Η στολή και η μάσκα
Τον 17οαι που το καρναβάλι διαρκεί από του Αϊ Γιαννιού (7/1) μέχρι και την τελευταία Κυριακή της τυρινής (πριν την Κ. Δευτέρα) καθιερώνεται και η στολή, η μπαούτα. Ένας μαύρος μανδύας, μακρύς και μεταξωτός με μπέρτα και κουκούλα σκεπάζει το κεφάλι και σταθεροποιεί τη μάσκα, που είναι μισή και έχει μαύρο χρώμα για τις γυναίκες και άσπρο για τους άνδρες.
‘Εσπαγαν οι κοινωνικές ανισότητες και ποπολάροι ερωτεύονταν ακόμα και αρχοντοπούλες.
Άρχοντες και ποπολάροι
Οι γυναίκες του νησιού τότε κατασκευάζουν με ό,τι βρουν εντυπωσιακές στολές και μάσκες, μιας και στην καβαρκίνα (ευρύχωρη αίθουσα όπου γίνονται χοροί) δεν «φορεί ό,τι να ‘ναι, θέλει να κάμει τη φιγούρα τση στο καρναβάλι». Δουλεύουν μέρα-νύχτα και φτιάχνουν το μαύρο, μεταξωτό ντόμινο και τη βελούδινη μορέτα (μάσκα). Όπως αναφέρει ο Ντίνος Κονόμος, στο βιβλίο του «Τση Ζάκυθος», ο Ζακυνθινός «όταν γλεντάει είναι αληθινός ιππότης».
ΣΗΜΕΡΑ
Όλα ξεκινούσαν την Τσικνοπέμπτη, που σε ολόκληρη τη Ζάκυνθο από το πρωί ψήνουν κρέας, ακόμα και στους δρόμους της πόλης και τελειώνουν την Κ. Δευτέρα. Το ψήσιμο ακόμα και μέσα στην πόλη διατηρείται μέχρι και σήμερα, με την πόλη να τσικνίζει από νωρίς το πρωί! Συνηθισμένο γεγονός ήταν η «εισβολή» μασκαράδων σε διάφορα σπίτια. Χτυπούσαν τις πόρτες γνωστών και αγνώστων και χωρίς να αποκαλύπτουν ποτέ την ταυτότητά τους, πείραζαν τους ανθρώπους του σπιτιού και χόρευαν μαζί τους.
Το πόβερο με το θρήνο και την κηδεία της μάσκας, πένθιμους ήχους της Φιλαρμονικής, με εξαπτέρυγες μάσκες .Ενώ ταυτόχρονα το μήνυμα της Σαρακοστής έρχεται με το κρέμασμα των "Μαρουλοκρέμμυδων" στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.Την επόμενη πηγαίναμε στα ορεινά ή στο Βασιλικό για να κάνουμε Κούλουμα και να πετάξουμε χαρταετό».
Ομιλίες
Τις ομιλίες θα μπορούσε κάποιος να τις περιγράψει αναφέροντας απλώς τον όρο θέατρο του δρόμου. Πρόκειται για μικρά, θεατρικά έργα, γραμμένα κάθε χρόνο και ερμηνευμένα από ανθρώπους του κάθε χωριού που αναλαμβάνει να ανεβάσει μία ομιλία. Οι ηθοποιοί ήταν και είναι ακόμα στην πλειοψηφία τους ερασιτέχνες, (παλιότερα μόνο άντρες), ενώ τα θέματα είναι παρμένα από την καθημερινή ζωή, εμπλέκοντας τον έρωτα και την κοινωνία, χωρίς ποτέ να λείπει η σάτιρα για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ενώ ταυτόχρονα το μήνυμα της Σαρακοστής έρχεται με το κρέμασμα των "Μαρουλοκρέμμυδων" στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.